- προσευνάζομαι
- Απλαγιάζω, ξαπλώνω επάνω σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + εὐνάζομαι «κατακλίνομαι, πλαγιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσευνάσθη — προσευνάζομαι come to rest upon aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)